- πέταυρο(ν)
- τό1) рейка, планка; 2) дранка;
σανιδώνω με πέταυρα — покривить дранкой;
3) тонкая доска, тесина;4) уст. насест
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σανιδώνω με πέταυρα — покривить дранкой;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πέταυρο — το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑ λεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές νεοελλ. λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυση μσν. αρχ. σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες 2.… … Dictionary of Greek
πέταυρο — το λεπτή σανίδα για τη στέγη των σπιτιών ή για τη σκαλωσιά της οικοδομής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεταυρώνω — [πέταυρο] επενδύω, καλύπτω με πέταυρα, με λεπτές σανίδες … Dictionary of Greek
ναρθηκίζω — (ΑΜ) [νάρθηξ] περιδένω σπασμένο μέλος τού σώματος μαζί με τεμάχια ή σχίζες τού φυτού νάρθηξ, κατασκευάζω, εφαρμόζω νάρθηκα σε κάταγμα αρχ. συνδέω σανίδα με πέταυρο, δηλαδή πατερό, δοκάρι … Dictionary of Greek
πέτευρον — τὸ, ΜΑ βλ. πέταυρο … Dictionary of Greek
πεταυρίζω — ΝΑ και πετευρίζομαι Α [πέταυρον / πέτευρον] πηδώ ή χορεύω επάνω σε πέταυρο, κάνω ακροβατικές κινήσεις … Dictionary of Greek
πεταυρισμός — ο, ΝΑ, και πετευρισμός Α [πεταυρίζω / πετευρίζομαι] χορός ή αναπήδηση πάνω σε πέταυρο, ακροβασία πάνω σε λεπτό και ελαστικό σανίδι … Dictionary of Greek
πεταυριστής — ο, ΝΑ, και πετευριστής Α [πεταυρίζω / πετευρίζομαι] ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο … Dictionary of Greek